- μυκᾷ
- μῡκᾷ , μυκάομαιlowpres subj mp 2nd sgμῡκᾷ , μυκάομαιlowpres ind mp 2nd sg (epic)μυκήfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυκά — μυκά̱ , μυκή fem nom/voc/acc dual μυκά̱ , μυκή fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκας — μύκᾱς , μύκη fem acc pl μύκᾱς , μύκη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκάς — μυκά̱ς , μυκή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μύκαι — μύκη fem nom/voc pl μύκᾱͅ , μύκη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)